κωτάρχης

κωτάρχης
κωτ-άρχης, ου, , priest of the Κάβειροι at Didyma, CIG2880, 2881: —also [suff] κώτ-αρχος, ib.2882:—fem. [suff] κώτ-αρχις, ιδος, , Milet.1(7) No.265.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κωτάρχης — και κώταρχος, ὁ θηλ. κώταρχις, ιδος (Α) ιερατικό αξίωμα τής λατρείας τών Καβείρων στους Διδύμους τής Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κοίον*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”